- φτερουγητό
- τοτο φτερούγισμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτερουγητό — το, Ν φτερούγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερουγώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek